Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

Καθάρματα! Αυτό δεν θα κρατήσει για πολύ!



Crazy- is your stories about my family and me
Crazy - is what happens in press and in TV
Crazy - you`re doing exactly what you`re accusing me
Crazy - is when you set your bloodhounds free

You broke my door at a quarter past three
First you kidnapped my friends now your kidnapping me
I have nothing to hide so please come in and see
Sit down have a rest and a cup of greek coffee

You are twelve I am one and your faces I can`t see
you are wearing black masks it seems to be a robbery
You are so efficiently trained in fighting women like me
With all your guns and your power, what a great victory

You take me to the jail where you try to torture me
Keeping the light on all the time and no sky I can see
After many hours and days first you let me go free
Just to capture me again what a funny story

What a justice is this, what a friendly country
All you tourists welcome to this land of hospitality
Just beware what you think what you read who you see
Cause if you don`t , you could end up like me



Wolfgang Meye

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Ανεγκέφαλοι ηθοποιοί κάνουν "γυαλιά καρφιά" σύνδεσμο


Αναδημοσίευση από: http://indymediatrolls.blogspot.com

Λίγες μερες πριν αρχίσει το ματς Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού, "ηθο(κακο)ποιοί" του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, στην Αθήνα, μια ομάδα 25 περίπου ατόμων επιτέθηκε στους οπαδούς του συνδέσμου Κουκακίου φτύνοντας και βροντοφωνάζοντας ατάκες όπως:
"Ηθοποιός σημαίνει φώς"
"Για μένα η δουλειά μου εξελίσσεται, όσο εξελίσσομαι κι εγώ προσωπικά"
"Στην Ελλάδα η τέχνη πάσχει και οι αρμόδιοι σιωπούν"
"Πάνω απ' όλα είμαι ο εαυτός μου"
"Πάνω από καλλιτέχνης ήταν Άνθρωπος"
"Αν αξίζεις δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα"

Συγκεκριμένα, οι επιτιθέμενοι έσπασαν τα τύμπανα των ώτων των έκπληκτων φιλάθλων προκαλώντας μόνιμες βλάβες τόσο στα αφτιά όσο και στο Κ.Ν.Σ. αρκετών από αυτών, οι οποίοι διεκομίσθησαν στα Επείγοντα, με κίνδυνο ανήκεστου βλάβης. Μάλιστα δεν σταμάτησαν εκεί αλλά προχώρησαν σε αυτοσχεδιασμό με φωνητικές-λαρυγγικές ασκήσεις κραδαίνοντας και εξώφυλλά περιοδικών όπου φιγουράραν όλο χάρη. Νωρίτερα είχαν κατεβάσει τη μαρκίζα, ενώ μετά την επίθεση έφυγαν προς το σταθμό του μετρό, της Ακρόπολης.
Την ώρα της επίθεσης, στο χώρο του συνδέσμουβρίσκονταν περίπου 50 άτομα.
Να σημειωθεί ότι τα άτομα της ομάδας που έκαναν την επίθεση φώναζαν και συνθήματα υπερ της Τέχνης και κατά του ΥΠ.ΠΟ.

«Επικράτησαν άγριες καταστάσεις. Έσπασαν τα αφτιά όσων έβρισκαν μπροστά τους με τις βλακείες που εκτόξευαν. Νομίζαμε ότι θα πεθάνουμε» δήλωσε ο φίλαθλος Μ.Κ. ή αλλιώς "Χάρος".
Βεβαίως, όπως ήταν αναμενόμενο, οι φιλαθλοι προέβησαν σε αντίποινα.

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

PULP (CHARLES BUKOWSKI)

Ένα αστυνομικό διήγημα του Μπουκόφσκι με πρωταγωνιστή τον Νικ Μπελάνε... Έναν αποτυχημένο, πενηντάρη αλκοολικό ντετέκτιβ που αναλαμβάνει τις πιο περίεργες έως και μεταφυσικές υποθέσεις. Θα μπορούσε κανείς να τον θεωρήσει έναν αποτυχημένο Φίλιπ Μάρλοου. Ή καλύτερα έναν κουρασμένο και γερασμένο Φίλιπ Μάρλοου. Ο Νικ Μπελάνε όταν δεν πίνει και όταν δεν καταστρέφει τις υποθέσεις που έχει αναλάβει απασχολείτε με την λύση των υπαρξιακών ερωτημάτων που τον απασχολούν όπως η ματαιότητα του πλυσίματος των δοντιών.

Αυτό που κάνει πραγματικά ενδιαφέρον αυτό το διήγημα είναι ότι κατά την διάρκεια της ανάγνωσης του δεν μπορεί να καταλάβει κανείς για το αν πρόκειται για αριστούργημα ή για χάσιμο χρόνου.    

ΕΣΑ ΕΣ ΕΣ!

"ΕΔΕ για το σήμα των SS σε κράνος άνδρα της ΥΜΕΤ διέταξε η ΓΑΔΑ."


Το όργανο ισχυρίστηκε ότι είναι τα αρχικά του ονόματος του. Δεν έγινε πιστευτός από τους ανωτέρους του. Αν είχε σήμα της RAF και ισχυριζόταν το ίδιο θα γινόταν πιστευτός; Προφανώς! Η ΕΔΕ λοιπόν που διατάχτηκε τι άλλο έρχεται να αποδείξει, παρά το ότι θεωρείτε φυσιολογικό, αν και τραβηγμένο, να δηλώνει το όργανο δημόσια οτι είναι οπαδός των SS...    

Θα πάμε όλοι φυλακή!

"Κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου 2011, από τις Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας σε όλη την επικράτεια συνελήφθησαν συνολικά 12.006 άτομα, έναντι 14.038 το Δεκέμβριο του 2010."


Δηλαδή κάθε χρόνο συλλαμβάνονται πάνω από 150.000!
Τρεις φορές τις Σέρρες ή μια φορά την Πάτρα σέρνουν στα δικαστήρια κάθε χρόνο. Ένα μέρος αυτών φυλακίζεται ή προφυλακίζεται... 


Άραγε ο γιαλός είναι στραβός;

Το τέλος της πολιτικής

Αναδημοσίευση από http://futura-blog.blogspot.com


Της ομάδας Krisis*

Η κρίση της εργασίας επιφέρει αναγκαστικά την κρίση του κράτους και της πολιτικής. Κατ’ αρχήν, το σύγχρονο κράτος οφείλει τη σταδιοδρομία του στο γεγονός ότι το σύστημα της εμπορευματικής παραγωγής έχει την ανάγκη μιας ανώτερης αρχής που θα εγγυάται τους κοινούς όρους του ανταγωνισμού, τις γενικές νομικές βάσεις και τις προϋποθέσεις για τη διαδικασία αξιοποίησης - συμπεριλαμβανομένου ενός κατασταλτικού μηχανισμού για τις περιπτώσεις που το ανθρώπινο υλικό παραβαίνει τις συστημικές επιταγές και καθίσταται απείθαρχο. Το κράτος κατά τον 20ό αιώνα έπρεπε να αναλάβει ολοένα και περισσότερες κοινωνικοοικονομικές λειτουργίες για να εντάξει τις μάζες στη μορφή της αστικής δημοκρατίας. Οι λειτουργίες του δεν περιορίζονται στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, αλλά περιλαμβάνουν τη δημόσια υγεία, υπηρεσίες μεταφορών και επικοινωνιών, καθώς και κάθε είδους υποδομές. Αυτές οι υποδομές, των οποίων τη διαχείριση ή την επίβλεψη αναλαμβάνει το κράτος, είναι ουσιαστικές για τη λειτουργία της κοινωνίας της εργασίας, αλλά δεν μπορούν να είναι οργανωμένες όπως η διαδικασία αξιοποίησης μιας ιδιωτικής επιχείρησης; συχνά, οι «ιδιωτικοποιημένες» δημόσιες υπηρεσίες δεν είναι παρά μεταμφιεσμένες κρατικές καταναλωτικές δαπάνες. Κι αυτό διότι οι υποδομές αυτές πρέπει να είναι διαθέσιμες σε μόνιμη βάση στην κοινωνία ως σύνολο και δεν μπορούν να ακολουθούν τους κύκλους προσφοράς και ζήτησης της αγοράς.
Καθώς το κράτος δεν αποτελεί από μόνο του μια μονάδα αξιοποίησης, κι έτσι δεν μπορεί να μετασχηματίζει την εργασία σε χρήμα, πρέπει να αφαιρεί χρήματα από την πραγματική διαδικασία αξιοποίησης για να χρηματοδοτεί τις λειτουργίες του. Εάν η αξιοποίηση της αξίας παγώσει, τα χρηματοκιβώτια του κράτους αδειάζουν. Το κράτος, που εμφανίζεται ως κυρίαρχος της κοινωνίας, αποδεικνύεται εντελώς εξαρτημένο από την τυφλή μανία της φετιχοποιημένης οικονομίας που χαρακτηρίζει την κοινωνία της εργασίας. Το κράτος μπορεί να περάσει όσα νομοσχέδια θέλει; εάν όμως οι παραγωγικές δυνάμεις (οι γενικές δυνάμεις της ανθρωπότητας) ξεπεράσουν σε ανάπτυξη το εργασιακό σύστημα, οι συγκεκριμένοι νόμοι, που έχουν συνταχθεί και είναι εφαρμόσιμοι μόνο σε σχέση με τα υποκείμενα της εργασίας, δεν οδηγούν πουθενά.
Ως αποτέλεσμα της διαρκώς αυξανόμενης μαζικής ανεργίας, τα έσοδα από τη φορολόγηση των εισοδημάτων εξαντλούνται. Η κοινωνική ασφάλιση καταρρέει καθώς ο αριθμός των «πλεοναζόντων» ανθρώπων συνιστά μία κρίσιμη μάζα που πρέπει να τροφοδοτηθεί από την αναδιανομή των χρηματικών αποδόσεων που έχουν παραχθεί αλλού στο καπιταλιστικό σύστημα. Όμως και η διαδικασία των αλλεπάλληλων συγχωνεύσεων του κεφαλαίου που βρίσκεται σε κρίση και «διαφεύγει» των συνόρων των εθνικών οικονομιών, επιφέρει την εξάντληση των κρατικών εσόδων από τη φορολόγηση των εταιρικών κερδών. Ως εκ τούτου, οι πιέσεις που ασκούν οι πολυεθνικές εταιρείες στις εθνικές οικονομίες που ανταγωνίζονται για τις ξένες επενδύσεις, έχουν ως αποτέλεσμα τις φοροαπαλλαγές των εταιρειών, τη διάλυση του κράτους πρόνοιας και τη μείωση των προδιαγραφών προστασίας του περιβάλλοντος. Γι' αυτό και το δημοκρατικό κράτος μεταλλάσσεται σε έναν απλό διαχειριστή της κρίσης.
Όσο το κράτος πλησιάζει σε μια χρηματοοικονομική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, τόσο περιστέλλεται στον κατασταλτικό του πυρήνα. Οι περικοπές στις υποδομές αφήνουν άθικτες μόνον εκείνες που εξυπηρετούν τις απαιτήσεις του πολυεθνικού κεφαλαίου. Όπως συνέβαινε κάποτε στις αποικίες, η κοινωνική μέριμνα περιορίζεται διαρκώς σε λίγα οικονομικά κέντρα ενώ η υπόλοιπη επικράτεια μετατρέπεται σε έρημη χώρα. Ό,τι μπορεί να ιδιωτικοποιηθεί ιδιωτικοποιείται, ακόμη κι αν ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι αποκλείονται και από τις πλέον στοιχειώδεις παροχές.
Όταν η αξιοποίηση της αξίας συγκεντρώνεται σε μερικά μόνο καταφύγια της παγκόσμιας αγοράς, δεν έχει πλέον σημασία η ύπαρξη ενός περιεκτικού συστήματος παροχών που μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες του πληθυσμού συνολικά. Το αν θα υπάρχουν τρένα ή ταχυδρομικές υπηρεσίες αφορά πλέον αποκλειστικά τη σχέση τους με το εμπόριο, τη βιομηχανία και τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η εκπαίδευση μετατρέπεται σε προνόμιο των νικητών της παγκοσμιοποίησης. Η διανοητική, καλλιτεχνική και θεωρητική καλλιέργεια ζυγίζεται με βάση το κριτήριο της εμπορευσιμότητας και σιγά-σιγά μαραίνεται. Τα κενά στη χρηματοδότηση διευρύνονται καταστρέφοντας τις δημόσιες υπηρεσίες υγείας και προκαλώντας την ανάδυση ενός ταξικού συστήματος ιατρικής περίθαλψης. Στην αρχή κρυφά και σταδιακά, και τελικά με ανάλγητη ευθύτητα διαδίδεται ο νόμος της κοινωνικής ευθανασίας: Θα πεθάνεις νωρίς επειδή είσαι φτωχός και πλεονάζων.
Στα πεδία της ιατρικής, της εκπαίδευσης, του πολιτισμού και των γενικών υποδομών διατίθενται σε αφθονία οι γνώσεις, οι ικανότητες, οι τεχνικές και οι μέθοδοι, μαζί με τα αναγκαία εργαλεία. Σύμφωνα, όμως, με τον κανόνα που λέει ότι «υπόκεινται σε επαρκή κονδύλια» –και ο οποίος συγκεκριμενοποιεί τον παράλογο νόμο της κοινωνίας της εργασίας–, όλες αυτές οι ικανότητες και οι δεξιότητες μένουν θαμμένες ή τσακίζονται και πετιούνται στα σκουπίδια. Το ίδιο ισχύει και για τα μέσα παραγωγής στον αγροτικό τομέα και τη βιομηχανία από τη στιγμή που αποδεικνύονται «μη κερδοφόρα». Πέρα από την καταπιεστική προσομοίωση της εργασίας που επιβάλλεται καταναγκαστικά στους ανθρώπους και από το καθεστώς των χαμηλών μισθών μαζί με την περικοπή των επιδομάτων κοινωνικής πρόνοιας, το δημοκρατικό κράτος, που έχει ήδη μετασχηματιστεί σε ένα καθεστώς απαρτχάιντ, δεν έχει τίποτα να προσφέρει στους πρώην εργαζόμενους υπηκόους του. Σε ένα πιο προχωρημένο στάδιο η κρατική διοίκηση θα αποσυντεθεί. Ο κρατικός μηχανισμός θα καταντήσει μια διεφθαρμένη «κλεπτοκρατία», οι ένοπλες δυνάμεις θα γίνουν πολεμικές συμμορίες με δομές μαφίας, και οι αστυνομικές δυνάμεις ληστοσυμμορίτες.
Κανένα πιθανό πολιτικό σχέδιο δεν μπορεί να σταματήσει ή να αντιστρέψει αυτή τη διαδικασία. Από τη φύση της η πολιτική συνδέεται με την κοινωνική οργάνωση στη μορφή κράτος. Όταν τα θεμέλια του κρατικού οικοδομήματος καταρρέουν, η πολιτική και οι εφαρμογές της στερούνται ερεισμάτων. Μέρα με τη μέρα, η αριστερή δημοκρατική συνταγή της «πολιτικής διαμόρφωσης» των συνθηκών ζωής γελοιοποιείται όλο και περισσότερο. Πέρα από την ατελείωτη καταπίεση, τη σταδιακή εξάλειψη του πολιτισμού και την ενίσχυση της «τρομοκρατίας της οικονομίας», δεν απομένει τίποτε να «διαμορφωθεί». Καθώς ο κοινωνικός αυτοσκοπός που προσιδιάζει στην κοινωνία της εργασίας αποτελεί αξιωματική προϋπόθεση των δυτικών δημοκρατιών, οποιαδήποτε πολτική-δημοκρατική ρύθμιση γίνεται αβάσιμη όταν η εργασία βρίσκεται σε κρίση. Το τέλος της εργασίας είναι το τέλος της πολιτικής.

* Gruppe Krisis (1999), «Μανιφέστο ενάντια στην εργασία», κεφ. 12, στο Gruppe Krisis, Norbert Trenkle, Anselm Jappe, Κείμενα για την εργασία και την κρίση, μτφρ. Σωκράτης Παπάζογλου, Εύη Παπακωνσταντίνου, εκδόσεις των ξένων, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 61-64.

Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Ο αποκλεισμένος ως προλετάριος

 Στόχος του παρακάτω κειμένου είναι να θέσει το ζήτημα του κοινωνικού αποκλεισμού σε ένα ταξικό επίπεδο. Το ζήτημα του κοινωνικού αποκλεισμού συχνά αντιμετωπίζει την κοινωνία σε ένα οριζόντιο επίπεδο όπου κάποιοι υποτίθεται πως είναι εντός και κάποιοι εκτός των ορίων της, έχοντας πολλές φορές για κριτήριο φυλετικά, σωματικά ή ακόμα και σεξουαλικά χαρακτηριστικά. Αυτού του τύπου η ερμηνεία συσκοτίζει το ζήτημα αφού θέτει το θέμα σε ένα ανθρωπιστικό επίπεδο. Μια γρήγορη ματιά στην πραγματικότητα επίσης κάνει φανερό πως κανένας ξένος, ανάπηρος ή ομοφυλόφιλος δεν είναι περιθωριοποιημένος αν είναι οικονομικά ευκατάστατος.
 Ως κριτήριο του κοινωνικού αποκλεισμού μπορούμε να ορίσουμε τον αποκλεισμό από το υλικό και πνευματικό πλούτο που παράγει η κοινωνία και που συνήθως είναι αποτέλεσμα του αποκλεισμού ή της οριακής ένταξης στην μισθωτή εργασία. Του κυρίαρχου δηλαδή μέσου διανομής του κοινωνικού πλούτου. Πιο συγκεκριμένα, η πρόσβαση στην αγορά
εργασίας είναι αυτή που καθορίζει την ταξική διαστρωμάτωση.  

 Τον 19ο αιώνα, αυτοί που για να ζήσουν ήταν υποχρεωμένοι να πουλήσουν το μοναδικό τους εμπόρευμα - την εργατική τους δύναμη, οι μισθωτοί, οι βιομηχανικοί εργάτες, οι αποκλεισμένοι από τον κοινωνικό πλούτο, αυτοί που παρήγαγαν και τους αποσπόταν υπεραξία, αυτοί που σε τελική ανάλυση δεν είχαν τίποτα άλλο να χάσουν από τις αλυσίδες τους, ο φορέας της επανάστασης και της κοινωνικής απελευθέρωσης ήταν μια τάξη. Το προλεταριάτο.
 Σήμερα στον 21ο αιώνα που οι μισθωτοί του Δυτικού κόσμου δεν είναι κατά βάση βιομηχανικοί εργάτες, που δεν παράγουν υπεραξία, που δεν είναι αποκλεισμένοι από τον κοινωνικό πλούτο, που ακόμα έχουν να χάσουν περισσότερα από τις αλυσίδες τους, ποιος -πέρα από το προλεταριάτο του λεγόμενου τρίτου κόσμου- είναι ο φορέας της κοινωνικής απελευθέρωσης; Ποιος είναι ο προλετάριος της μεταβιομηχανικής Δύσης;

 Έχοντας σαν αρχή πως η κοινωνική οργάνωση βασίζεται και εξαρτάται από την οργάνωση της εργασίας προκύπτει ότι από τον τρόπο οργάνωσης της καθορίζεται το αν θα υπάρχουν και με το ποια κριτήρια θα ορίζονται οι προνομιούχοι και οι αποκλεισμένοι.
 Στον σύγχρονο μεταβιομηχανικό καπιταλισμό της Δύσης, η κεφαλαιοκρατική τάξη έχει οργανώσει έτσι την εργασία ώστε ο προνομιούχος ή ο αποκλεισμένος να μην καθορίζεται μόνο από τον βαθμό πρόσβασης του στα μέσα παραγωγής αλλά και από τον βαθμό πρόσβασης του στην μισθωτή εργασία. Από την θέση του στην αγορά εργασίας. Η θέση στην αγορά εργασίας καθορίζει και την κοινωνική θέση. Η μισθωτή εργασία είναι προνόμιο. Η ιδιότητα του εργαζόμενου ταυτίζεται με την ιδιότητα του πολίτη και τα προνόμια που συνεπάγεται αυτή.

 Η κεφαλαιοκρατική τάξη έχει οργανώσει την κοινωνική ζωή βάση της αγοράς εργασίας. Έχει οργανώσει την διανομή του υλικού και πνευματικού πλούτου βάση της μισθωτής εργασίας. Η αγορά εργασίας ενώ παριστάνει ότι ταυτίζεται με την κοινωνία, στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο περιορισμένη. Η τάξη των κεφαλαιοκρατών μοιάζει να έχει ιδιοποιηθεί όλον τον κοινωνικό πλούτο και να μοιράζει μέσω του μισθού ένα ολοένα μικρότερο μέρος του σε ένα ολοένα και μικρότερο κομμάτι των υπηκόων της.     

 Ο εργαζόμενος, όντας μισθωτός δίνει την εντύπωση του εργάτη. Ο εργαζόμενος στις υπηρεσίες, αν και μισθωτός είναι στην πραγματικότητα μεσοαστός. Η εργασιακή του δύναμη δεν είναι εμπόρευμα αλλά κεφάλαιο. Κεφάλαιο είναι το χρήμα που μετατρέπεται σε εμπόρευμα και αυτό με την σειρά του σε περισσότερο χρήμα. Ο εργαζόμενος έχει επενδύσει χρήμα στο εμπόρευμα του, την εργασιακή του δύναμη, σπουδάζοντας και συλλέγοντας τις γνώσεις εκείνες που θα το κάνουν πιο κερδοφόρο στην αγορά εργασίας. Επίσης δεν παράγει κάτι υλικό άρα δεν παράγει υπεραξία. Δουλειά του είναι η διαχείριση της υπεραξίας που έχει αποσπαστεί από τους προλετάριους του λεγόμενου τρίτο κόσμου και ο μισθός του είναι μέρος αυτής. Ακόμα και ο ρόλος του ως εργαζομένου στις υπηρεσίες, τις περισσότερες φορές είναι η αναπαραγωγή ή η επιβολή της κεφαλαιοκρατικής προπαγάνδας. Το ότι και αυτός όπως ο παραδοσιακός μεσοαστός είναι θύμα εκμετάλλευσης από το μεγάλο κεφάλαιο δεν αναιρεί το ότι είναι κάτοχος κεφαλαίου.

 Μέσα σε αυτό το πραξικόπημα της κεφαλαιοκρατικής τάξης, που έχει μετατρέψει με τον πιο ολοκληρωτικό τρόπο την κοινωνία σε μια στενή, και ολοένα και στενότερη, αγορά εργασίας, ο προλετάριος, ο φορέας της κοινωνικής απελευθέρωσης από την δικτατορία του κεφαλαίου δεν μπορεί παρά να είναι ο αποκλεισμένος από αυτήν. Και προλετάριο δεν τον κάνει ούτε η μισθωτή ούτε η χειρωνακτική εργασία. Προλετάριο το κάνει ότι δεν έχει να χάσει τίποτα παρά τις αλυσίδες του.

 Η  σημαντική διαφορά με την ανεργία - αποκλεισμό από την εργασία με περασμένες περιόδους είναι πως σήμερα δεν είναι πια μια ελεγχόμενη από την κεφαλαιοκρατική τάξη κατάσταση προκειμένου να κρατήσει σε καταστολή την διαπραγματευτική ικανότητα της των εργαζομένων. Η κεφαλαιοκρατική τάξη, χάρη στην τεχνολογική εξέλιξη, έχει ανάγκη ολοένα και από λιγότερο ανθρώπινο δυναμικό. Οι άνεργοι δεν είναι πλέον ο εφεδρικός στρατός εργαζομένων αλλά το πλεονάζον(!) εργατικό δυναμικό. Ο πλεονάζον δηλαδή πληθυσμός...

Όσο η κεφαλαιοκρατική τάξη αναπτύσσεται τόσο η νέα μεσαία τάξη θα ακολουθεί την πορεία της παραδοσιακής προς την συρρίκνωση. Η νέα γενιά κολασμένων που έχει είδη δημιουργηθεί από ανέργους, επισφαλείς και μετανάστες αδυνατεί προς το παρόν να αναπτύξει τις δομές που θα αναδείξουν την κοινότητα της. Η μεσαία τάξη μοιάζει να μην έχει συνειδητοποιήσει πως η συρρίκνωση της και η επερχόμενη έκπτωση των μελών της από τα προνόμια τους δεν είναι προσωρινή. Πως το κράτος αδυνατώντας να αμβλύνει τις κοινωνικές - ταξικές διαφορές δεν μπορεί παρά να περιορίσει τον ρόλο του στο να τις επιβάλει. Πως η αντικατάσταση του κοινωνικού κράτους από το κράτος ασφάλειας δεν είναι έκτακτο μέτρο αλλά μόνιμο καθεστώς.
 Οι αγώνες της νέας μεσαίας τάξης μέσα σε αυτήν την κατάσταση είναι ακόμα αγώνες για την διατήρηση των προνομίων της και χωρίς ιδιαίτερη αλληλεγγύη μεταξύ των διαφορετικών κομματιών της. Η μεσαία τάξη είναι χωρισμένη σε δεκάδες κομμάτια τόσο κάθετα όσο και οριζόντια. Ο κοινωνικός αυτοματισμός (απεργούν οι ιατροί δυσανασχετούν οι τραπεζικοί και ανάποδα) πέρα από την προπαγάνδα των Μ.Μ.Ε. αν δεν έβρισκε κατάλληλο έδαφος δεν θα ευδοκιμούσε. Σε αντίθεση με την εργατική τάξη, η εργασία για την μεσαία τάξη λειτουργεί διαχωριστικά.
 Όσο οι αγώνες των εργαζομένων θα είναι ενάντια στον αποκλεισμό των ίδιων από τον κοινωνικό πλούτο και όχι ενάντια στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία, κοινωνία που παράγει αυτόν τον αποκλεισμό. Όσο οι αγώνες τους θα εμπνέονται από το αίτημα της δικαιότερης και ευκολότερης κοινωνικής και μισθολογικής ανέλιξης και τον φόβο του αποκλεισμού σε ατομικό επίπεδο τόσο μπορεί αυτοί οι αγώνες να λειτουργήσουν σαν τροχοπέδη στην Υπόθεση.

 Ο Αγώνας όμως φέρει μέσα του κάτι μαγικό, ικανό να γυρίζει κόσμους ανάποδα περισσότερο και από βακχικό γλέντι... Και η εποχή μας, η εποχή που η κοινωνική ζυγαριά παλαντζάρει πια για τα καλά, είναι η εποχή που ο κόσμος πρέπει να γυρίσει ανάποδα.       
 Τώρα που ένα και ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αποκλείεται από την αγορά εργασίας σε μια κοινωνία που βασίζει την δομή της σε αυτήν. Τώρα που η μεσαία τάξη δεν είναι πια χρήσιμη στην κεφαλαιοκρατική τάξη και χάνει τα προνόμια της οι αγώνες της πρέπει να γίνουν αγώνες ενάντια στο κεφάλαιο και την μισθωτή, αποξενωμένη και αποξενωτική εργασία. Αγώνες ενάντια τόσο στους αποκλεισμούς όσο και στα προνόμια που αυτή δημιουργεί. Αγώνες για την ανατροπή της κεφαλαιοκρατικής δικτατορίας. Για την απελευθέρωση του κοινωνικού πλούτου και της ανθρώπινης δραστηριότητας από την αγορά εργασίας. 


Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Tittytainment – Η μορφή των πραγμάτων που θα ’ρθουν (;)


Αναδημοσίευση από: http://kourelarios.wordpress.com

Ο όρος “tittytainment”, αν και έχει συμπεριληφθεί εσχάτως ως λήμμα σε κάποια αγγλοσαξονικά λεξικά και αναφέρεται σε αρκετά εξειδικευμένα βιβλία και ακόμη περισσότερα άρθρα, είναι σχεδόν παντελώς άγνωστος στο ευρύ κοινό.
Ο όρος, ωστόσο, έγινε γνωστός πριν από δεκατέσσερα χρόνια, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο των δημοσιογράφων Χανς-Πέτερ Μάρτιν και Χάραλντ ΣούμανΗ Παγκόσμια Παγίδα[1].


Xανς-Πέτερ Μάρτιν (1957). Αυστριακός δημοσιογράφος, εργάστηκε για χρόνια στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, συν-συγγραφέας, μεταξύ άλλων, των βιβλίων "Παγκόσμια Παγίδα" και "Πικρά Χάπια" (για το ρόλο των φαρμακοβιομηχανιών στο σύγχρονο κόσμο). Ευρωβουλευτής από το 1999 μέχρι σήμερα, εξελέγη επικεφαλής της λίστας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Αυστρίας (1999) και στη συνέχεια ως επικεφαλής ανεξάρτητου συνδυασμού (2004 και 2009) που απέσπασε υψηλά ποσοστά (14 και 18% αντίστοιχα). Αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας στη συνάντηση του State of the World Forum, που διεξήχθη το 1996 στο ξενοδοχείο Fairmont του Σαν Φρανσίσκο.

Ο Αυστριακός Χανς-Πέτερ Μάρτιν[2], είχε παρευρεθεί τον Σεπτέμβριο του 1995 σε μία «κλειστή» διεθνή συνάντηση στο Σαν Φρανσίσκο, το «State of the World Forum» (SWF – Φόρουμ για την Κατάσταση του Κόσμου»), την οποία είχε οργανώσει η ομώνυμη μη-κερδοσκοπική οργάνωση, που είχαν συνιδρύσει την ίδια χρονιά ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, πάλαι ποτέ ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, και ο Αμερικανός Τζιμ Γκάρρισον[3]. Η οργάνωση έχει ως στόχο της τη δημιουργία ενός «παγκόσμιου δικτύου ηγετών», που θα αποτελείται από άτομα που έχουν διακριθεί στον τομέα τους (πολιτική, επιχειρήσεις, «κοινωνία των πολιτών») και τα οποία θα είναι αποφασισμένα να διαμορφώσουν και να εφαρμόσουν «εκείνες τις αρχές, τις αξίες και τις ενέργειες που είναι απαραίτητες για να καθοδηγηθεί σοφά η ανθρωπότητα, καθώς διαμορφώνεται ένας ολοένα και περισσότερο παγκοσμιοποιημένος και αλληλεξαρτώμενος κόσμος»[4].
Στην πρώτη αυτή συνάντηση του SWF συμμετείχαν πεντακόσιοι «ηγέτες» από 50 διαφορετικές χώρες. Ανάμεσά τους ο Τζωρτζ Μπους (ο πρεσβύτερος), η Μάργκαρετ Θάτσερ, η βραβευμένη με Νόμπελ Ειρήνης Ριγκομπέρτα Μεντσού, ο ιδρυτής του CNN Τεντ Τέρνερ, ο Τζωρτζ Σουλτς, πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, ο επί δωδεκαετία (1982-1994) πρωθυπουργός της Ολλανδίας Ρούουντ Λούμπερς («πνευματικό παιδί» της Μάργκαρετ Θάτσερ, με κεντρικό πολιτικό σύνθημα το «περισσότερη αγορά, λιγότερη κυβέρνηση) και ο «πολύς» Μωρίς Στρονγκ[5].


Μιχαήλ Γκορμπατσώφ (1931). Ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, ο οποίος μετά την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης δεν συνάντησε καμία δυσκολία στο να ενταχθεί στις δυτικές ελίτ. Ιδρυτής και συνιδρυτής και εξέχον μέλος οργανώσεων όπως του Ιδρύματος Γκορμπατσώφ, το State of the World Forum, του Green Cross International (οικολογικών ενδιαφερόντων), της Earth Charter Initiative (επίσης οικολογικών ενδιαφερόντων), αλλά και μέλος "κλειστών" λεσχών όπως η Λέσχη της Ρώμης και η Λέσχη της Μαδρίτης, προωθεί με κάθε τρόπο τη συνεργασία σε έναν "αλληλεξαρτώμενο" κόσμο. Αν και κατηγορήθηκε από κάποιος ως ο "νεκροθάφτης" του "υπαρκτού σοσιαλισμού", μια άλλη "ανάγνωση" της ιστορίας είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία υπήρξε ο ηγέτης της "αντεπανάστασης" στην Ανατολική Ευρώπη, όταν σχεδόν σύσσωμη η ηγεσία των "κομμουνιστικών" καθεστώτων πέρασε, εν μια νυκτί, στην άλλη πλευρά, αποτελώντας τη "νέα" ελίτ των "καπιταλιστικών" καθεστώτων που αναδύθηκαν μέσα από τις στάχτες του "σοσιαλισμού".

Σύμφωνα με τον Χ.-Π. Μάρτιν[6], στην κεκλεισμένων των θυρών συνάντηση στο Σαν Φρανσίσκο, οι «ηγέτες του κόσμου» συζήτησαν και ένα σενάριο, σύμφωνα με το οποίο το 20% του ενεργού πληθυσμού στον πλανήτη είναι αρκετό για να παράγει όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες που χρειάζεται η ανθρωπότητα. Το ερώτημα φυσικά που τέθηκε αφορούσε το υπόλοιπο 80% του παγκόσμιου πληθυσμού. Πώς θα μπορούσε αυτό το «εναπομείναν» και «πλεονάζον» 80% να παραμείνει «ήσυχο» και «παθητικό»;
Ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν-Κλωντ Μισεά γράφει χαρακτηριστικά:
«Το κύριο πολιτικό πρόβλημα, που το καπιταλιστικό σύστημα είναι υποχρεωμένο να αντιμετωπίσει τις επόμενες δεκαετίεςμπορεί να διατυπωθεί με κάθε αυστηρότητα:πώς θα είναι δυνατό για την ελίτ του κόσμου, να διατηρηθεί η διακυβερνησιμότητατης κατά τα 80% υπεράριθμης ανθρωπότητας, της οποίας το ανώφελο έχει ήδη προγραμματίσει η φιλελεύθερη λογική;»[7]
Η «απάντηση» δόθηκε από τον Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκυ, σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ επί προεδρίας Τζίμμυ Κάρτερ (1977-1981) και στενό συνεργάτη επί δεκαετίες του Ντέιβιντ Ροκφέλλερ (Bilderberg, Τριμερής Επιτροπή). Και η «απάντηση» ήταν μονολεκτική:tittytainment.


Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκυ (1928). Εκ των στρατηγικών νοών του αμερικανικού κατεστημένου, αποτελεί εδώ και δεκαετίες έναν από τους στενότερους συνεργάτες του Ντέιβιντ Ροκφέλλερ (Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων, Λέσχη Μπίλντερμπεργκ, Τριμερής Επιτροπή). Ως σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Τζίμμυ Κάρτερ υπήρξε ο εμπνευστής της "παγίδευσης" της Σοβιετικής Ένωσης στο Αφγανιστάν και της χρηματοδότησης κάθε είδους φονταμενταλιστών ισλαμιστών, που θα αντιμετώπιζαν εκεί τον "ερυθρό κίνδυνο". Επινόησε τον όρο "tittytainment", που αποτελεί ίσως την τελευταία πολιτική του "προσφορά", αν εξαιρέσουμε το βιβλίο το "Η Μεγάλη Σκακιέρα", για τον γεωπολιτικό έλεγχο της Ευρασίας.

Tittytainment: η λέξη είναι σύνθετη, και συντίθεται από τη λέξη «tits» (τα γυναικεία στήθη, στην αμερικανική αργκό) και τη λέξη «entertainment» (διασκέδαση – με την πιο «φθηνή» έννοια του όρου)[8]. Ο Μπρεζίνσκυ και οι συνομιλητές του δεν αναφέρονταν τόσο στη σεξουαλική διάσταση του γυναικείου στήθους (στο λιγότερο ή περισσότερο «μαλακό» ή «σκληρό» πορνό που, ούτως ή άλλως, σήμερα κατακλύζει τα Μέσα και το διαδίκτυο), όσο σε εκείνη του μητρικού θηλασμού. Η «λύση», λοιπόν, για το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού θα ήταν ένα μείγμα αποπροσανατολιστικής διασκέδασης χαμηλού επιπέδου (infotainment [=πληροφοριοδιασκέδαση], reality shows, κουτσομπολίστικα μεσημεριανάδικα, «πολιτικές συζητήσεις» show, κ.ο.κ.) και ενός κάποιου επαρκούς επιπέδου διατροφής.
Η tittytainment, λοιπόν, δεν είναι παρά η «εκσυγχρονισμένη» εκδοχή του λατινικού «άρτος και θεάματα» (panem et circenses). Και έτσι, σύμφωνα με τον Μισεά, «με αυτόν τον νεολογισμό-βαλίτσα επρόκειτο απλούστατα να ορισθεί ένα “κοκτέιλ αποβλακωτικής διασκέδασης και επαρκούς διατροφής που θα επέτρεπαν να διατηρηθεί σε καλή διάθεση ο αποστερημένος πληθυσμός του πλανήτη”»[9].
Στη συνάντηση υπήρχαν σαφέστατοι κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους όλοι οι εισηγητές διέθεταν μόλις πέντε λεπτά για να αναπτύξουν το θέμα τους. Κι οποιαδήποτε δευτερολογία δεν έπρεπε να ξεπερνά τα δύο λεπτά. Καλοντυμένες ηλικιωμένες κυρίες επιδείκνυαν στους ομιλητές πινακίδες, όπως αυτές που χρησιμοποιούνται για τους οδηγούς της «Φόρμουλα 1»: «1 λεπτό», «30 δευτερόλεπτα», «Stop».
Η συζήτηση για την κοινωνία του ενός πέμπτου (ή την κοινωνία 20:80) ξεκίνησε από τον John Cage, ανώτατο στέλεχος της εταιρείας πληροφορικής Sun Microsystems. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης για την «Εργασία στην Παγκόσμια Οικονομία», ο Τζ. Κέιτζ είπε: «Ο καθένας μπορεί να δουλέψει για μας, αρκεί να το θέλει. Δεν χρειαζόμαστε πλέον βίζα για τους αλλοδαπούς που εργάζονται για μας». Οι κυβερνήσεις και η εργατική νομοθεσία τους είναι πλέον άνευ νοήματος, λέει. Δεχόμαστε αιτήσεις για εργασία μέσω των υπολογιστών από όλες τις ηπείρους, «προσλαμβάνουμε τους ανθρώπους μας μέσω των υπολογιστών, κάνουν την εργασία τους με υπολογιστές, και επίσης τους απολύουμε μέσω των υπολογιστών». Και συνέχισε: «Απλώς προσλαμβάνουμε τους ευφυέστερους ανθρώπους. Και η αποτελεσματικότητά μας ήταν εκείνη που μας οδήγησε, 13 χρόνια μετά την ίδρυση της εταιρείας μας, να αυξήσουμε τα έσοδά από το μηδέν σε περισσότερα από έξι δισεκατομμύρια δολάρια».
Και στρεφόμενος προς έναν από τους συνδαιτυμόνες του είπε: «Εσείς δεν φτάσατε εκεί τόσο γρήγορα, Ντέιβιντ», εμφανώς απολαμβάνοντας την «μπηχτή» του.
Ο Ντέιβιντ ήταν ο Ντέιβιντ Πάκαρντ, συνιδρυτής της εταιρείας Hewlett Packard και πολυεκατομμυριούχος. Χωρίς να δώσει την παραμικρή σημασία στην μπηχτή του Κέιτζ, έθεσε το απλό ερώτημα: «Και πόσους ακριβώς εργαζόμενους χρειάζεστε πραγματικά, Τζων;»
«Έξι. Ίσως οχτώ», απαντά ο Κέιτζ. «Χωρίς αυτούς θα χανόμασταν. Αλλά δεν έχει καμιά σημασία σε ποια χώρα ζουν». Ο συντονιστής της συζήτησης Rustum Roy, καθηγητής στο Pennsylvania State University, ρωτά: «Και πόσοι άνθρωποι δουλεύουν σήμερα για την Sun Microsystems;» Η απάντηση του Κέιτζ: «16.000. Και εκτός από μια μικρή μειοψηφία, ο αριθμός τους μπορεί να μειωθεί δραματικά».
Στην αίθουσα δεν ακούγεται τίποτα. Για τους παρόντες, αυτή η άποψη για τις αμέτρητες στρατιές ανέργων είναι αυταπόδεικτη. Κανένα από αυτά τα μέλη της παγκόσμιας πολιτικής και επιχειρηματικής ελίτ (ή ελιτείας, αν προτιμάτε) δεν πιστεύει ότι στο μέλλον θα υπάρξουν αρκετές νέες, αξιοπρεπώς μισθοδοτούμενες θέσεις εργασίας, σε οποιονδήποτε τομέα.
Και κάπως έτσι οι συμμετέχοντες στο Φόρουμ συνοψίζουν το μέλλον σε δύο αριθμούς και έναν όρο: «20-80»[10] και «tittytainment».
Το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού θα μπορεί να συμμετέχει ενεργά στη ζωή, στην εργασία, στην ψυχαγωγία, ανεξάρτητα από τη χώρα στην οποία θα ζει. Ακόμη ένα ή δύο τοις εκατό του πληθυσμού, λένε οι συνδαιτυμόνες, θα τα καταφέρνει αφού θα έχει κληρονομήσει τεράστιες περιουσίες.
«Βεβαίως», λέει ο Τζέρεμυ Ρίφκιν, συγγραφέας του βιβλίου Το Τέλος της Εργασίας και το Μέλλον της[11]«το κατώτερο 80% θα αντιμετωπίσει φοβερά προβλήματα». Ο Τζων Κέιτζ παίρνει ξανά τον λόγο και επαναλαμβάνει τη φράση του Scott McNealy, του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας του: Το ζήτημα σύντομα θα είναι: «να έχεις γεύμα ή να είσαι το γεύμα»
Η συζήτηση για το μέλλον της εργασίας ανάβει. Το συμπέρασμα; Μια νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων έρχεται. Κάποιος το θέτει ξεκάθαρα: η μεσαία τάξη των πλούσιων χωρών θα εκλείψει. Κανένας από τους παρευρισκόμενους δεν διαφωνεί[12].
Εν κατακλείδι
«Σενάρια», θα πει κάποιος. Ίσως. Αυτός είναι άλλωστε και ο ρόλος των πολυπληθών διεθνών think-tanks και των κάθε είδους fora. Αν και δεν έχουμε κανέναν λόγο να αμφισβητήσουμε τα λόγια του αυτόπτη και αυτήκοου μάρτυρα Χ.-Π. Μάρτιν, τα λεγόμενά του επιβεβαιώνονται «πανηγυρικά» (αν δεν ήταν τόσο τραγική αυτή η επιβεβαίωση…) από τα συμβαίνοντα εσχάτως στη χώρα μας και, ευρύτερα, στη Γηραιά Ήπειρο. Εξάλλου ο Χ.-Π. Μάρτιν μιλούσε ήδη εδώ και σχεδόν δεκαπέντε χρόνια για την πλήρη κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος επί της πολιτικής[13]. Και παρότι σήμερα κάποιοι προσπαθούν να θέσουν αυτό το –τεράστιο- ζήτημα προς συζήτηση, δύσκολα το καταφέρνουν. Άλλες, βλέπετε, οι βουλές της παγκόσμιας και της κάθε ντόπιας ελιτείας.
Δυστυχώς, όμως, από ό,τι φαίνεται η μόνη δυνατότητα που έχουμε είναι εκείνη της περιγραφής της πραγματικότητας, που κάποιοι άλλοι διαμορφώνουν πριν από μας για μας.
Εύχομαι σε όλους ένα δροσερό καλοκαίρι. Το φθινόπωρο θα είναι επίσης δροσερό. Από κοινωνικοπολιτικής απόψεως, εννοώ. Εκτός κι αν πέφτω τελείως έξω, όσον αφορά τις εκτιμήσεις μου γι’ αυτό το πράγμα που ονομάζεται ελληνική «κοινωνία». Αν και στο κάτω κάτω, τέτοιου είδους διαψεύσεις είναι πάντα καλοδεχούμενες. Καλό καλοκαίρι!

Σημειώσεις

[1] Hans-Peter Martin, Harald Schumann, Dei Glogalisierungs-falle – Der Angriff aud Demokratie und Wohlstand (Η Παγίδα της Παγκοσμιοποίησης – Η Αρπαγή της Δημοκρατίας και της Ευμάρειας), Rowohlt, 1996. Αγγλική μετάφραση: The Global Trap – Globalization and the Assault on Prosperity and Democracy (Η Παγκόσμια Παγίδα – Η Παγκοσμιοποίηση και η Επίθεση στην Ευημερία και στη Δημοκρατία), Zed Books, 1997. Το βιβλίο έχει εκδοθεί σε 27 γλώσσες.
[2] Ο Χ.-Π. Μάρτιν (1957) είχε εργαστεί επί σειρά ετών στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel. Το 1999 εξελέγη ευρωβουλευτής με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Αυστρίας. Ωστόσο, λόγω διαφωνιών με το κόμμα, αποχώρησε από την ευρωκοινοβουλευτική ομάδα του. Στις ευρωεκλογές του 2004 ήταν και πάλι υποψήφιος επικεφαλής αυτή τη φορά του δικού συνδυασμού (Liste Dr. Hans-Peter Martin) που απέσπασε το 14% (!) των ψήφων στην Αυστρία και εξέλεξε δύο ευρωβουλευτές (ανάμεσά τους και ο ίδιος). Στις ευρωεκλογές του 2009 ήταν και πάλι υποψήφιος, επικεφαλής του ανεξάρτητου συνδυασμού του, και αποσπώντας το 18% των ψήφων εξελέγη και πάλι ευρωβουλευτής, μαζί με δύο συνυποψηφίους του.
[3] Ο Jim Garrison (1951) διετέλεσε (1986-1990), μεταξύ άλλων, και διευθυντής του Αμερικανοσοβιετικού Προγράμματος Ανταλλαγών στο Ίδρυμα Εσάλεν, που από μόνο του είναι άλλη μία «αμαρτωλή» ιστορία.
[5] Σχετικά με τον βίο και την πολιτεία του Μ. Στρονγκ, «Το “Πρασίνισμα” του Πλανήτη: Υπερεθνική Ελίτ και Οικολογία», Hellenic Nexus, τ. 9, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2005. Σημειωτέον ότι Γκορμπατσώφ, Λούμπερς και Στρονγκ συμμετέχουν και στην «οικολογικών ανησυχιών» Earth Charter Initiative, όπου συναντούμε και τον Στήβεν Ροκφέλλερ, ανηψιό του Ντέιβιντ, και γιο του Νέλσον Ροκφέλλερ, που είχε διατελέσει και αντιπρόεδρος των ΗΠΑ (1974-1977).
[7] Ζαν-Κλωντ Μισεά, Η Εκπαίδευση της Αμάθειας, σελ. 36, μετ. Ά. Ελεφάντης, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2002.
[8] Ο Άγγελος Ελεφάντης (Μισεά, ό.π., σελ. 37, σημ. 6) αποδίδει τον όρο ως «βυζοδιασκέδαση» ή «βυζαγμο-διασκέδαση». Αν και ίσως η απόδοση του όρου ως «βυζοχαύνωση» να περιγράφει καλύτερα το περιεχόμενό του.
[9] Μισεά, ό.π., σελ. 37.
[10] Τα ποσοστά «20-80» μόνον αυθαίρετα δεν είναι. Οι δύο αυτοί αριθμοί εκφράζουν την –εμπειρική- «αρχή» του Ιταλού βιομηχάνου, κοινωνιολόγου, οικονομολόγου και φιλοσόφου Βιλφρέντο Παρέτο (1848-1923). Σύμφωνα με την «κατανομή Παρέτο», το 20% του πληθυσμού κατέχει το 80% του πλούτου, το 20% των πελατών μιας εταιρείας αγοράζει το 80% των προϊόντων της, το 80% των ελαττωματικών προϊόντων προκαλείται από το 20%  των σφαλμάτων στην παραγωγή κ.ο.κ. Παρότι «εμπειρική» η αρχή του Παρέτο ισχύει σε μια πληθώρα καταστάσεων, αν και, όπως θα ανέμενε κάποιος, υπάρχει μια κάποια απόκλιση στα ποσοστά 20-80.
[11] Ελληνική μετάφραση: εκδόσεις Λιβάνη. Πρώτη έκδοση στα αγγλικά: 1995. Σύμφωνα με τον Ρίφκιν, «Ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου του ατόμου σε μια κοινωνία η οποία δεν θα προσφέρει σχεδόν καθόλου εργασία πιθανότατα θα αποτελέσει το πιο καυτό ζήτημα στις δεκαετίες που έρχονται. Θα πρέπει να περιμένουμε μια νέα, μετά-την-αγορά εποχή. Επιβάλλεται να επινοήσουμε καινούριες εναλλακτικές λύσεις στη θέση της τυπικής, επίσημης απασχόλησης…»
[12] Η καταγραφή των συζητήσεων και των απόψεων στο Φόρουμ είναι από το βιβλίο των Μάρτιν-Σούμαν. Υπενθυμίζεται ότι ο Χ.-Π. Μάρτιν ήταν παρών στο Φόρουμ.
[13] Βλ. για παράδειγμα, τη συνέντευξή του, του 1998, σημ. 6.

Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

Όταν η ζωή κλέβει την παράσταση...

Από αστικό τύπο: 


«Λίγο πριν από την πρεμιέρα της θεατρικής παράστασης με τον τίτλο "Ταξιδεύοντας με τον ΠΑΟΚ", το Θέατρο Τέχνης, του Κάρολου Κουν, στην οδό Φρυνίχου στην Πλάκα, έγινε στόχος βανδαλισμών.

25 περίπου άγνωστοι δράστες, με μολότοφ, καπνογόνα, σιδερολοστούς και άλλα όργανα έκαψαν και κατέστρεψαν σε μεγάλο ποσοστό την θεατρική σκηνή, παρουσία μάλιστα και των θεατών που περίμεναν την έναρξη της παράστασης.

Οι έρευνες της αστυνομίας, για τον εντοπισμό και τη σύλληψη των δραστών της επίθεσης, βρίσκεται σε εξέλιξη.

Σύμφωνα με την αστυνομία, οι δράστες την ώρα της επίθεσης φώναζαν συνθήματα υπέρ άλλης ομάδας, ενώ αναφέρθηκε ότι λήστεψαν και ένα άτομο, το οποίο αναζητείται για να καταθέσει
».


Το σιτουασιονιστικό σκηνικό ήρθε να μετατρέψει σε σουρεαλιστικό η ανακοίνωση της "Δημοκρατικής Αριστεράς"... :


«Η Δημοκρατική Αριστερά εκφράζει τον αποτροπιασμό της για τα φαινόμενα βίας που παίρνουν χαρακτήρα επιδημίας και περιλαμβάνουν όλο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας. Τελευταίο κρούσμα η οργανωμένη επίθεση από χούλιγκανς ποδοσφαιρικής ομάδας στο θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν»!
Κοινός παρανομαστής όλων αυτών των φαινομένων είναι η αδυναμία ανοχής απέναντι στη διαφορετική άποψη.

Η ελληνική κοινωνία και τα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας δεν μπορεί να παρακολουθούν με απάθεια την παράλογη διόγκωση της βίας. Φτάνει πια!».

Οικονομική κρίση. Ρητορικές περί ανασφάλειας. Χρήσεις της κοινωνίας του φόβου

Αναδημοσίευση από: http://crimevssocialcontrol.blogspot.com



[εισήγηση στην εκδήλωση που έγινε στον ΕΥΜΑΡΟ στις 12 Γενάρη με θέμα την οικονομική κρίση]


Τα θέματα τα οποία θα θέσω προς συζήτηση δεν αφορούν την πραγματικότητα και τις πραγματικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης αλλά τη συμβολική αναπαράσταση της, τουτέστιν τους κυρίαρχους Λόγους περί κρίσης, τους ορισμούς, τις ερμηνείες και τις πρακτικές που παράγονται στο δημόσιο χώρο και, σε πραγματικές συνθήκες αυξανόμενης ανασφάλειας του πληθυσμού, τείνουν στην ανασήμανση του κράτους ως κράτους φύλακα και όχι χωροφύλακα. Ειδικότερη αναφορά θα γίνει, κατά συνέπεια, στην επιχειρηματολογία που κατατείνει στην κατασκευή συναίνεσης απέναντι σε αυταρχικές πολιτικές διαχείρισης της κρίσης, με μείζον χαρακτηριστικό την δραματική υποχώρηση του κοινωνικού κράτους.
Για να ξεκινήσω μ’ ένα παράδειγμα: Οι μεταπολεμικές κοινωνίες είχαν πληγεί από αντίστοιχα φαινόμενα οικονομικής ύφεσης. Αλλά τότε ένας κυρίαρχος λόγος με άξονα το σύνθημα «σφίξτε λίγο ακόμα το ζωνάρι και θα έρθουν καλύτερες μέρες» κατάφερνε να αποσπά  συναινέσεις από μεγάλα ακροατήρια αν και κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί κάτι τέτοιο με πραγματικούς όρους.  Σήμερα αυτό ακούγεται επιεικώς ως προσβολή και, εν πάση περιπτώσει, όχι απλώς δεν κατευνάζει τους φόβους αλλά αντίθετα ανατροφοδοτεί την ανασφάλεια του κόσμου απέναντι σ’ ένα κράτος που δείχνει ανίκανο  να διαχειριστεί την κρίση. Ανατροφοδοτεί κυρίως το ίδιο το περιβάλλον της σύγκρουσης, την οποία οι κατέχοντες την πολιτική και οικονομική εξουσία θα πρέπει να ισορροπήσουν πριν απειλήσει την ύπαρξή τους∙ θα πρέπει να κατευνάσουν την αγωνία του κόσμου, να ανασημάνουν την κρίση ως κάτι διαχειρίσιμο αρκεί να αποκατασταθεί η ισορροπία μεταξύ των κοινωνικών δυνάμεων, η κοινωνική ειρήνη.
Η διαχείριση αυτής της κρίσης, λοιπόν, δεν μπορεί να επιχειρηθεί μέσω μιας ωμής αλλά και ατελέσφορης καταστολής. Μ’ αυτή την έννοια μιλάμε για τη συνεχή διαπάλη, τη συνεχή διαπραγμάτευση  των ορισμών και ερμηνειών της κρίσης, καθώς στο παιγνίδι υπάρχει τόσο ο στόχος της υπονόμευσης, όσο και ο στόχος της διατήρησης της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Ας πάρουμε το παράδειγμα των εργατικών κινητοποιήσεων. Στην περίπτωση αυτή έχουμε σε διαπραγμάτευση ισχυρούς λόγους οι οποίοι απευθύνονται σε μεγάλα ακροατήρια που διαφωνούν με την επίσημη οικονομική πολιτική.  Η κάθε κυβέρνηση όμως, προκειμένου να εξασφαλίσει ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό συναίνεσης στην οικονομική  της πολιτική, δεν είναι δυνατόν να λειτουργεί πάντα μετωπικά με τους απεργούς, έστω κι αν έχει θεσμικά τη δυνατότητα να το κάνει (κήρυξη της απεργίας ως παράνομης και καταχρηστικής) γιατί κάτι τέτοιο την απονομιμοποιεί ακόμα περισσότερο. Πριν, λοιπόν, ή και παράλληλα με τους κατασταλτικούς θα πρέπει να χρησιμοποιήσει κατά κύριο λόγο τους ιδεολογικούς μηχανισμούς αναδιατύπωσης και επανερμηνείας του γεγονότος (ενάντια στο εθνικό συμφέρον), απονομιμοποίηση των αιτημάτων (η ικανοποίησή τους θα σημαίνει ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής με αποτέλεσμα να αδικηθούν άλλες κοινωνικές ομάδες κ.ο.κ.). Κατά συνέπεια, αυτό που λέμε κυρίαρχος Λόγος, θα πρέπει να κατασκευάζει, να συγκροτεί και να ανασυγκροτεί τον εαυτό του έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνει και να ενσωματώνει –στον όποιο βαθμό- ακόμα κι ό, τι αντιτίθεται σ’ αυτό.[1] 
Αυτή είναι η βασική αφετηρία της παρέμβασής μου και το θέμα της εγκληματικότητας θα το θέσω προς συζήτηση με όρους αιτιακούς [πώς επηρεάζει η κρίση την εγκληματικότητα] αλλά ως μια από τις εκδοχές αυτής της διαπραγμάτευσης. Δηλαδή της ρητορικής και των πρακτικών που τείνουν στη μετάθεση του αντικειμένου της ανασφάλειας σε εξω-κρατικούς και κυρίως σε εξω-οικονομικούς παράγοντες και την κατασκευή συλλογικών υποκειμένων που θα αναλάβουν το ρόλο του «εσωτερικού εχθρού». Και εδώ ιστορικά η εγκληματικότητα έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο.

Ο ρόλος της εγκληματικότητας στο δημόσιο λόγο περί κρίσης

Υπάρχει ένα πολύ σημαντικό δεδομένο το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα της διαφοροποίησης μεταξύ πραγματικών διακυμάνσεων της εγκληματικότητας σε μια περίοδο και των Λόγων περί εγκληματικότητας. Το δεδομένο αυτό αφορά τη σχέση μεταξύ δεικτών εγκληματικότητας και αυξομειώσεων του ποινικού πληθυσμού.  Τυπική είναι η περίπτωση των ΗΠΑ, όπου από τη δεκαετία του ’90 και μετά έχει επταπλασιαστεί ο ποινικός πληθυσμός ενώ, την περίοδο, η εγκληματικότητα δεν παρουσίασε παρόμοιες αυξητικές τάσεις, ενίοτε δε παρουσίαζε σταθερότητα και σε κάποιες περιόδους ακόμα και κάμψη. Το επιφανειακά παράδοξο αυτό φαινόμενο είναι προϊόν των περίφημων πολιτικών μηδενικής ανοχής, επίσης γέννημα αλλά και εξαγώγιμο προϊόν αμερικάνικων  ερευνητικών κέντρων και κατασταλτικών μηχανισμών.[2]
Οι πολιτικές μηδενικής ανοχής πραγματώνουν σε ποινικό επίπεδο την υποχώρηση θεμελιακών αρχών του νομικού διαφωτισμού, όπως την αρχή της αναλογικότητας [οι επιβαλλόμενες ποινές είναι δυσανάλογες σε σχέση με τη βαρύτητα των αδικημάτων], η ποινικοποίηση του δράστη αντί της πράξης [στρατιές υπόπτων με βάση τα ατομικά ή/και κοινωνικά χαρακτηριστικά τους –φτωχούς, άνεργους, μετανάστες, φυλετικές μειονότητες- ή και την πραγματική ή και εικαζόμενη πολιτική τοποθέτηση] κοκ.[3] Η υποχώρηση αυτών των αρχών αντικατοπτρίζεται σε μακροχρόνιες ποινές που γεμίζουν τις φυλακές, σε κατά κόρον εφαρμογή του μέτρου της προσωρινής κράτησης, στην ποινική διαχείριση φαινομένων όπως η επαιτεία, η αλητεία που διοχετεύουν πελατεία στον ποινικό μηχανισμό κλπ.  Έτσι, ενώ είθισται να λέμε ότι ο υπερκορεσμός των φυλακών δείχνει αντίστοιχη αύξηση της εγκληματικότητας, στην πραγματικότητα δεν δείχνει τίποτα άλλο παρά την παραγωγικότητα του κατασταλτικού μηχανισμού η οποία αυξάνεται σε περιόδους οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Ωστόσο ο λόγος περί αύξησης της εγκληματικότητας ενισχύει το αίσθημα ανασφάλειας του κόσμου και νομιμοποιεί τις ενίοτε πραγματικά πολεμικές επιχειρήσεις με πρόταγμα την επιβολή του νόμου και της τάξης και την αποκατάσταση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών.[4]  Ανάμεσα στις ιδεολογικού χαρακτήρα κοινωνικές πρακτικές εδραίωσης και αναπαραγωγής του κυρίαρχου λόγου για τις κατηγορίες έγκλημα και ποινή είναι και ο επιστημονικός λόγος που παράγεται γύρω από αυτά τα φαινόμενα [οι τεχνολογίες της μηδενικής ανοχής, για παράδειγμα, έτυχαν πρώτα επιστημονικής επεξεργασίας στα επιστημονικά ινστιτούτα και επακολούθησε η εφαρμογή τους]. Ο επιστημονικός λόγος, λοιπόν. επιστρατεύεται για να εκλογικεύσει τις αλλαγές των ποινικών πρακτικών προς αυταρχικότερη κατεύθυνση, για τη νομιμοποίηση των οποίων ανακαλείται ευθέως η απειλή της κοινωνικής συνοχής και ειρήνης. Δηλαδή ακριβώς αυτό το οποίο απειλείται όχι από την βία της εγκληματικότητας αλλά από την βία των κοινωνικών και οικονομικών όρων σε περιόδους κρίσεων. Όπως λέει ο Dario Melossi (Melossi, 1999), η εγκληματολογική θεώρηση, ο λόγος περί εγκλήματος και ποινής, είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό κοινωνικά κατασκευασμένη στάση, η οποία έχει τις ρίζες της σε συγκεκριμένες κοινωνικές ή πολιτισμικές συνθήκες και διαφοροποιείται σε συνάρτηση με αυτές. Παράλληλα, μέσα στα ιστορικά μεταβαλλόμενα πλαίσια αξιών, η εγκληματολογική θεώρηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη σφαίρα της ποινής, τις ποσοτικές και ποιοτικές εκφράσεις της. Πρόκειται, δηλαδή, για την ίδια κοινωνική διαδικασία, όπου οι μεταβαλλόμενες αναπαραστάσεις που παράγει η κοινωνία - και οι εγκληματολόγοι για την κοινωνία - σχετικά με τον εγκληματία, προσανατολίζουν την κοινωνική δράση του τιμωρητικού συστήματος επηρεάζοντας τα ποσοστά εγκλεισμού, τα οποία, με τη σειρά τους, επηρεάζουν την ποιότητα της αναπαράστασης… (Melossi, 1999: 27, 28).
Ένα πρόχειρο παράδειγμα είναι η εγκληματοποίηση συλλήβδην των μεταναστών. Η αύξηση των μεταναστευτικών πληθυσμών συναρθρώνεται με πολλαπλούς φόβους που παίρνουν είτε τη μορφή του φόβου του εγκλήματος είτε την, λιγότερο εμφανή, μορφή της κατάληψης ζωτικού [και μειούμενου] χώρου [ο πλανήτης εξαντλεί τα αποθέματά του] και, ως τέτοιοι, τροφοδοτούν την λεγόμενη κουλτούρα του ελέγχου. Καθώς δε ο έλεγχος των μεταναστευτικών πληθυσμών δεν μπορεί να περιορισθεί σε τοπικό επίπεδο γιατί αφορά κατά κύριο λόγο το ζήτημα της μετακίνησής τους, η Ευρώπη καλείται να παίξει τον ρόλο του υπερτοπικού χωροφύλακα με πρόταγμα την ασφάλεια. Απ' την άλλη μεριά, καθώς αυτές οι διαδικασίες μετακίνησης είναι απροσχεδίαστες, δεν μπορεί να προβλεφθεί ούτε η εξέλιξη, ούτε η έκτασή τους. Αυτονόητο, λοιπόν, είναι ότι και οι μετακινήσεις τους δεν μπορεί να είναι ούτε νόμιμες ούτε ελεγχόμενος, κατά συνέπεια όταν μιλάμε για έλεγχο μιλάμε εκ των πραγμάτων για καταστολή. Η τρωτότητα δε και η αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την ατομική και κοινωνική ταυτότητα των μεταναστευτικών πληθυσμών τους καθιστά ιδανικούς να αναλάβουν το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου ή του εσωτερικού εχθρού. Έτσι, ο λόγος περί μεταναστών και ειδικότερα περί η ταύτιση μετανάστη/εγκληματία, ρητά ή υπόρρητα, συναρθρώνεται με τους λόγους για μια Ευρώπη/ φρούριο με πανεποπτικούς μηχανισμούς ελέγχου, που τείνουν αποκαταστήσουν μια αίσθηση ασφάλειας ή, σωστότερα, να επιδιορθώσουν την διαρρηγμένη αίσθηση ασφάλειας καθώς όλο και ευρύτερες κοινωνικές ομάδες βλέπουν τις τύχες τους στην κόψη του ξυραφιού, έρμαιο μιας οικονομικής διαδικασίας η οποία δεν τους εξασφαλίζει άλλο από την ανασφάλεια. Η Ευρώπη-φρούριο, λοιπόν, απέναντι στην Ευρώπη-απειλή για του ΔΝΤ.[5]  Αυτή είναι μια εκδοχή των χρήσεων της «κοινωνίας του φόβου» που μετατοπίζει τα αίτια της κοινωνικής ανασφάλειας σ’ αυτό που βρίσκεται έξω από την αυλή μας και καλά θα κάνει να μείνει εκεί
Ένα δεύτερο, λοιπόν, στοιχείο που συναρθρώνεται με την αύξηση του ποινικού πληθυσμού είναι ο συσχετισμός δεικτών εγκλεισμού με τους δείκτες ανεργίας. Και εδώ θα μπορούσε να επικαλεστεί κανείς κι ένα δεύτερο παράδειγμα, ιδιαίτερα οικείο σ’ εμάς, την πρόσφατη ρητορική περί τρομοκρατίας και την αναπαράσταση του Δεκέμβρη του 2008 ως δεξαμενής της νέας γενιάς τρομοκρατών: εγκληματοποίηση της νέας γενιάς ανέργων, υποαπασχολούμενων, της γενιάς των 700 ευρώ και η προβαλλόμενη με συνεχώς μεγαλύτερη έμφαση συσχέτιση μεταξύ νεανικής ηλικίας και παραβατικής συμπεριφοράς.

Οι ποινικές πρακτικές και η διαχείριση του φόβου σε συνθήκες οικονομικής κρίσης

Ένα ζήτημα, λοιπόν, που ίσως ενδιαφέρει τη συζήτηση είναι κατά πόσον μπορούμε να μιλάμε για αντανάκλαση των κοινωνικο-οικονομικών μεταβολών στις ποινικές πρακτικές ή κατά πόσον οι ποινικές πρακτικές δεν είναι αυτές καθαυτές μορφή διαχείρισης των κοινωνικο-οικονομικών μεταβολών.[6]  Το ζήτημα αυτό μπορούμε να το εξετάσουμε υπό διάφορες οπτικές:
  • οι κοινωνικο-οικονομικές μεταβολές αντανακλώνται σε αύξηση της εγκληματικότητας κατ’ επέκταση και στην γιγάντωση του κατασταλτικού μηχανισμού
  • η γιγάντωση του κατασταλτικού μηχανισμού τείνει στο να αποσύρει, να εξουδετερώσει ένας μέρος των κοινωνικά περιθωριοποιημένων στρωμάτων ως μορφή εξισορρόπησης της διαταραγμένης αγοράς εργασίας –ένα είδος, δηλαδή, πολιτικής οικονομίας των ποινικών πρακτικών [υπόθεση η οποία διερευνήθηκε στο πρωτοποριακό Ποινή και κοινωνική δομή των Rusche και Kirchheimer (1939) και πλήθος άλλων που ακολούθησαν]
  • ή υπό μια διττή έννοια, που συναρθρώνει την υποχώρηση του κοινωνικού κράτους και τη συνακόλουθη ενίσχυση του ποινικού  με τις συμβολικές λειτουργίες της ποινής ως λόγου που απευθύνεται κυρίως στον μη εγκληματικό πληθυσμό, σε όλους εμάς.

Όπως λέει και πάλι ο Μελόσι: «Της ποινής, δηλαδή, ως εργαλείου κοινωνικής αναπαράστασης, που τείνει να ενισχύσει τη συνοχή, την αλληλεγγύη και την ηθική εκείνου του τμήματος της κοινωνίας το οποίο δεν αποτελεί μεν άμεσο αντικείμενο των ποινικών θεσμών, αλλά είναι μάρτυρας και θεατής του ξεδιπλώματος της εξουσίας τους. Δηλαδή, είτε με την έννοια της άμεσης διαχείρισης ευρύτατων φασμάτων περιθωριοποιημένωνπληθυσμών, είτε ως έμμεση διαχείριση της κοινωνίας των τιμίων μέσα από τοθέαμα της διαχείρισης των πρώτων [MelossiD. (2006: 81, 82, «Ποινικές πρακτικές και “διακυβέρνηση” των πληθυσμών στους Marx και Foucault», στο Κουκουτσάκη, Α. (εισαγωγή, επιμέλεια), Εικόνες Φυλακής, Πατάκης]  

Σ’ αυτή τη τελευταία εκδοχή του ζητήματος μπορεί να δει κανείς μια προσπάθεια εκπειθάρχησης του κοινωνικού σώματος στη λογική του μπαστουνιού και του καρότου. Όπου μπαστούνι είναι η μαζική φυλάκιση η οποία, όμως, από μόνη της δεν παράγει αποτελέσματα γιατί κάποτε θα γεμίσουν οι φυλακές, όλη η κοινωνία θα γίνει μια μεγάλη φυλακή. Έτσι απαιτείται και το καρότο που είναι η προσφορά εργασιών μερικής απασχόλησης, μη συνδικαλισμένων φτωχών σε περιεχόμενο, ελάχιστα παραγωγικών και, κυρίως, ελάχιστα αμειβόμενων οι οποίες είναι η κύρια εάν όχι και η μοναδική επιλογή για τα πιο περιθωριοποιημένα ή εν δυνάμει περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα. Όταν δηλαδή το αλήστου μνήμης Κράτος Πρόνοιας γίνεται workfare state με την έννοια της προσφοράς οποιασδήποτε μορφής εργασίας για να ζήσεις στο βαθμό που δεν σου παρέχονται άλλες λύσεις ενώ το μπαστούνι είναι πάντα μπροστά σου ως προοπτική σε περίπτωση μη συμμόρφωσης [Melossi, ό.π., σ. 84]
Μ’ αυτήν έννοια,  τοποθετούνται και οι σαφείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ εκμεταλλευόμενων και υπερ-εκμεταλλευόμενων στρωμάτων του πληθυσμού τα οποία αναπαριστώνται ως νομοτελειακά προορισμένα για τη φυλακή: η σύγχρονη εποποιία της επικινδυνότητας των μεταναστών απέναντι στους οποίους τις πιο τιμωρητικές στάσεις αναπτύσσουν οι κοινωνικά ασθενέστερες ομάδες του πληθυσμού ως εάν να πρόκειται να εξορκίσουν έτσι το φάντασμα ενός μέλλοντος που δεν μοιάζει πολύ μακρινό.  Με άλλα λόγια, ο φόβος μπορεί να συμβάλλει στη διαχείριση -διαμέσου των ποινικών πρακτικών- των συνεχώς αυξανόμενων στρωμάτων που περιθωριοποιούνται από την αγορά εργασίας διαμέσου του ποινικού συστήματος. Ένα φαινόμενο, δηλαδή, το οποίο αντικατοπτρίζει δύο παράλληλες διαδικασίες, την υποχώρηση του κοινωνικού κράτους και την ανάδυση του λεγόμενου ποινικού κράτους και  συναρθρώνεται με την ανάγκη εκπειθάρχησης των πληθυσμών που βλέπουν  καθημερινά να απειλούνται οι οικονομικές και κοινωνικές τους βάσεις.


[1] Hall, S et al. (1988), “The social production of news: mugging in the media”, in Cohen, S & J.Young (επιμ.),  The manufacture of news. Social problems, deviance and the mass media, London: Constable, ΧωλΣτ., κ.α., (1989)  «Η αστυνόμευση της κρίσης – Η εξισορρόπηση των εκδοχώνηεκμετάλευση του Χάντσγουόρθ», στο  ΜΚομνηνούΧΛυριτζής (επιμ.)Κοινωνίαεξουσία και Μέσα Μαζικής ΕπικοινωνίαςΑθήναΠαπαζήσης
[2] Βλέπε σχετικά, WacquantL. (2001), Οι φυλακές της μιζέριας, Αθήνα: Πατάκης
[3] Melossi, D. (1999), ‘Η κοινωνική θεωρία και οι μεταβαλλόμενες αναπαραστάσεις του εγκληματία’, στο Α..Κουκουτσάκη (επιμ.), Εικόνες Εγκλήματος, Αθήνα: Πλέθρον, Παρασκευόπουλος, Ν. (2003), Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο. Τρομοκρατία και κράτος δικαίου, Αθήνα: Πατάκης, Παρασκευόπουλος, Ν.  (2006) «Η συγκρουσιακή ποινή (εικόνες, θεωρίες, πράγματα)», στο Κουκουτσάκη, Α 2006, (εισαγωγή, επιμέλεια), Εικόνες Φυλακής, Αθήνα: Πατάκης
[4] Ας σκεφτούμε το παράδειγμα του πολεμικού κλίματος το οποίο καλλιεργείται ενόψει διαδηλώσεων, κινητοποιήσεων κλπ, το οποίο θέτουν σε δεύτερη μοίρα τους λόγους των κινητοποιήσεων, όπου η πραγματική συνθήκη [συλλαλητήρια, συνήθεις κινηματικές διαδικασίες κ.ο.κ.] αποσπάται από τα συνήθη σημασιολογικά πλαίσια και ενδύεται αρνητικές σημασίες ως εν δυνάμει συνθήκη κοινωνικής αταξίας ή ανομίας.. 

[5] Λέει σχετικά ο Μπάουμαν [Bauman, Z. 2005: 70, Σπαταλημένες ζωές. Οι απόβλητοι της νεοτερικότητας, Κατάρτι:: «Τα αίτια του αποκλεισμού [των μεταναστευτικών πληθυσμών] μπορεί να διαφέρουν αλλά, για όλους όσοι τον εισπράττουν, τα αποτελέσματα είναι ακριβώς τα ίδια. Αντιμέτωποι με τον τιτάνιο άθλο να εξασφαλίσουν τους πόρους για την βιολογική τους επιβίωση (τη στιγμή που τους έχει αφαιρεθεί η αυτοπεποίθηση και ο αυτοσεβασμός που απαιτείται για να επιβιώσουν κοινωνικά) δεν έχουν κανένα λόγο να αναλογιστούν και να εκτιμήσουν τη λεπτή διάκριση ανάμεσα στα δεινά που υποφέρει κανείς εκ προθέσεως και την αθλιότητα κατά παράλειψη». Και παρακάτω περιγράφει το αδιέξοδο της κατωτερότητας η οποία επιβάλλεται στους «υπεράριθμους» μέχρι που καταλήγουν να την βιώσουν ως πραγματική: "Οι υπεράριθμοι άνθρωποι βρίσκονται σε αδιέξοδο. Αν επιχειρήσουν να συμμορφωθούν με τον ευνοούμενο σήμερα τρόπο ζωής, κατηγορούνται αμέσως για ανήθικη έπαρση, ψευδή προσχήματα και θράσος, επειδή διεκδικούν επιδόματα που δεν κέρδισαν οι ίδιοι -αν δεν κατηγορηθούν και για εγκληματικές προθέσεις. Σε περίπτωση που διακηρύξουν ανοιχτά τη δυσαρέσκειά τους και αρνηθούν να τιμήσουν αυτόν τον τρόπο ζωής, ο οποίος μπορεί να ευχαριστεί τους έχοντες αλλά δηλητηριάζει τους μη έχοντες, κάτι τέτοιο θεωρείται αμέσως απόδειξη των όσων «έλεγε ευθύς εξαρχής» η «κοινή γνώμη» (ή, ακριβέστερα, οι εκλεγμένοι ή αυτόκλητοι εκπρόσωποί της), ότι οι υπεράριθμοι δεν αποτελούν απλώς ξένο σώμα, αλλά καρκίνωμα που τρέφεται από τους υγιείς ιστούς της κοινωνίας, ορκισμένους εχθρούς του «τρόπου ζωής» και των «όσων μας αντιπροσωπεύουν»"
[6] Ζήτημα το οποίο πραγματεύεται  ο Melossi,  στο MelossiD. (2006), «Ποινικές πρακτικές και “διακυβέρνηση” των πληθυσμών στους Marx καιFoucault», στο Κουκουτσάκη, Α. (εισαγωγή, επιμέλεια), Εικόνες Φυλακής, Πατάκης